διατηρητικόν

διατηρητικόν
διατηρητικός
disposed for keeping
masc acc sg
διατηρητικός
disposed for keeping
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διατηρητικός — ή, ό (Α διατηρητικός, ή, όν) ο κατάλληλος, ο αρμόδιος να διατηρεί, να διαφυλάσσει αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διατηρητικόν η διατήρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”